κωφός

κωφός
-ή, -ό (Α κωφός, -ή, -όν)
1. αυτός που δεν ακούει, κουφός (α. «ὅσοι κωφοὶ γίνονται ἐκ γενετῆς πάντες καὶ ἐνεοὶ γίνονται», Αριστοτ.
β. «νοῡς ὁρῆ καὶ νοῡς ἀκούει
τἆλλα κωφὰ καὶ τυφλά», Επιχ.)
2. άηχος, αθόρυβος («κῡμα μέλαν κῶφόν τε καὶ ἄβρομον», Απολλ. Ρόδ.)
αρχ.
1. εξασθενημένος, ανίσχυρος, αδύνατος
2. (για μέταλλο) αυτός που ηχεί λίγο, που δεν παράγει δυνατό ήχο («τῶν μεταλλικῶν κωφότατος [ὁ σίδηρος]», Πλούτ.)
3. (για λιμάνι) αυτός που έχει γαλήνη («παρῆλθεν ἐπὶ τὸν κωφὸν λιμένα», Ξεν.)
4. βουβός, μουγκός («τοῡ δαιμονίου ἐξελθόντος ἐλάλησεν ὁ κωφός», ΚΔ)
5. (στο θέατρο) αυτός που εμφανίζεται στη σκηνή χωρίς να μιλάει, βωβό πρόσωπο
6. λησμονημένος
7. αυτός που δεν βλέπει καλά
8. βλάκας, ηλίθιος («ἐγὼ δ' ὁ πάντα κωφός, ὁ πάντ' ἄιδρις», Σοφ.)
9. ακατάληπτος, δυσνόητος («ἀνυπότακτος καὶ κωφὴ γίγνεται ἡ διήγησις», Πολ.)
10. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) Κωφοί
τίτλος σατυρικού δράματος τού Σοφοκλέους
11. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) κωφά
α) ήσυχα, ήρεμα
β) ασθενικά, αδύναμα.
επίρρ...
κωφῶς (Α)
ασαφώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τη λ. κηφήν*. Αρχικά σήμαινε τον εξασθενημένο και στη συνέχεια η σημ. εξειδικεύθηκε δηλώνοντας αυτόν που έχει αμβλυμένη την ακοή του. Ο τ. κουφός προήλθε από τον τ. κωφός με κώφωση (βλ. και κουφός).
ΠΑΡ. κωφεύω, κωφότης, κωφώνω (κωφώ)
αρχ.
κωφαίνω, κωφεύς, κωφίας, κωφώ (Ι), κωφώ (ΙΙ), κωφώδης
νεοελλ.
κωφίζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. κωφάλαλος. (Β' συνθετικό) εθελόκωφος, υπόκωφος
αρχ.
δύσκωφος, ετερόκωφος, λασιόκωφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κωφός — blunt masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωφά — κωφός blunt neut nom/voc/acc pl κωφά̱ , κωφός blunt fem nom/voc/acc dual κωφά̱ , κωφός blunt fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωφότερον — κωφός blunt adverbial comp κωφός blunt masc acc comp sg κωφός blunt neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωφόν — κωφός blunt masc acc sg κωφός blunt neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωφότατα — κωφός blunt adverbial superl κωφός blunt neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωφότατον — κωφός blunt masc acc superl sg κωφός blunt neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωφίζω — [κωφός] είμαι λίγο κουφός, δεν ακούω καλά …   Dictionary of Greek

  • κωφαῖς — κωφός blunt fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωφαῖσιν — κωφός blunt fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωφαί — κωφός blunt fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”